- μοστράρω
- τοποθετώ, εκθέτω κάτι στη μόστρα, στη βιτρίνα, παρουσιάζω κάτι σε επίδειξη, επιδεικνύω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mostrare < λατ. monstrare «δείχνω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μοστράρω — μοστράρω, μόστραρα και μοστράρισα, μοστραρισμένος βλ. πίν. 53 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής